ακτινοβόληση

ακτινοβόληση
[-ις (-εως)] η облучение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακτινοβόληση" в других словарях:

  • ακτινοβόληση — η τεχνολ. η έκθεση ενός υλικού, ενός αντικείμενου ή ενός ζωντανού οργανισμού σε ιοντίζουσες ακτινοβολίες (ακτίνες Χ, ακτίνες γ, υπεριώδεις ακτίνες κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • ἀκτινοβολήσῃ — ἀκτινοβολέω emit rays aor subj mid 2nd sg ἀκτινοβολέω emit rays aor subj act 3rd sg ἀκτινοβολέω emit rays fut ind mid 2nd sg ἀ̱κτινοβολήσῃ , ἀκτινοβολέω emit rays futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱κτινοβολήσῃ , ἀκτινοβολέω emit rays futperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακτινοβόληση τροφών — Μέθοδος συντήρησης των τροφών, οι οποίες εκτίθενται σε μια ραδιενεργό πηγή και έτσι καταστρέφονται τα βακτηρίδια και άλλοι μολυσματικοί παράγοντες. Η ελεγχόμενη α.τ. περιορίζει την ανάγκη εντομοκτόνων και άλλων χημικών μεθόδων που… …   Dictionary of Greek

  • ισότοπα — Ατομικοί πυρήνες που έχουν τον ίδιο αριθμό πρωτονίων, και επομένως τον ίδιο ατομικό αριθμό, αλλά διαφέρουν ως προς τον αριθμό των νετρονίων. Επειδή η ατομική μάζα καθορίζεται από το άθροισμα των πρωτονίων και των νετρονίων του πυρήνα, τα ι. έχουν …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολώ — ( έω) (Α ἀκτινοβολῶ) εκπέμπω ακτίνες, λάμπω, φωτίζω νεοελλ. λάμπω από ευτυχία και χαρά αρχ. δέχομαι τις ακτίνες τού ήλιου, φωτίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτινοβόλος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακτινοβόλημα, ακτινοβόληση] …   Dictionary of Greek

  • δυσπλασία — Ανώμαλη ανάπτυξη κυττάρων, τα χαρακτηριστικά των οποίων έχουν πολλά κοινά με τα καρκινικά (και γι’ αυτό θεωρούνται προκαρκινικά). Ωστόσο, σε αντίθεση με τα καρκινικά, τα κύτταρα αυτά μπορεί να υποστρέψουν στο φυσιολογικό, όταν η βλάβη είναι… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρίτης — Διηλεκτρικό υλικό που παραμένει πολωμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά τη διακοπή της εξωτερικής επίδρασης που προκάλεσε την πόλωση. Πρακτικά, όλα τα γνωστά οργανικά και ανόργανα διηλεκτρικά μπορούν να γίνουν η. Σταθερούς η. μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • θυρεοειδής — Ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπου. Βρίσκεται στο μπροστινό και κάτω μέρος του λαιμού, κάτω από το υοειδές οστό και μπροστά από τον λαρυγγοτραχειακό σωλήνα. Αποτελείται από δύο λοβούς, δεξιό και αριστερό, που ενώνονται με έναν ισθμό. To …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • προσαύγασις — άσεως, ἡ, Α [προσαυγάζω] ακτινοβόληση προς κάποιον ή προς κάτι …   Dictionary of Greek

  • ραδιοστείρωση — η, Ν βιολ. τεχνική καταπολέμησης ενός είδους βλαβερών εντόμων με στείρωση, πριν από τη σύζευξή τους με τα θηλυκά, μεγάλου ποσοστού αρσενικών ατόμων με ραδιενεργό ακτινοβόληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά ως προς το α και απόδοση ως προς το β συνθετικό λ.,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»